Γράφει η κ. Χαρά Βλαχάκη (Χαρά Βλαχάκη )
Περνώντας από μπροστά σου κοντοστέκομαι... στην εικόνα που αντικρίζω κάτι με πιάνει....
σε κοιτάζω και νομίζω πως σε καταλαβαίνω, χρόνια τώρα ζεις με τις αναμνήσεις σου.... κοιτάζεις γύρω σου και περιμένεις.....τζάμπα περιμένεις, κανείς δεν πρόκειται να έρθει.
Θα κάτσω λίγο στο μισογκρεμισμένο πεζουλάκι σου.....θα ανάψω ένα τσιγάρο και θα σου κάνω λίγη παρέα, να νιώσεις έστω και για λίγο την ανθρώπινη παρουσία.........................
Πάμε πίσω....πέτρα-πέτρα σε χτίσανε οι ιδιοκτήτες σου, όταν μετά από πολύ κόπο και ιδρώτα σε τελειώσανε, ένιωθαν περήφανοι, μα το ίδιο περήφανο ένιωθες και εσύ, μπήκαν μέσα άνθρωποι σου έδειξαν σεβασμό, αγάπη, προσοχή, φροντίδα.....
Όμορφες εποχές, ήσουνα γεμάτο ζωή, φωνές και κλάματα παιδιών, γιορτές, γάμοι, γεννητούρια..... μεγάλωσαν εδώ μέσα γενιές και γενιές........
Άκουγες σιωπηλό τα όνειρά τους, τα προβλήματά τους, τους αναστεναγμούς τους....άντεξες στους σεισμούς, στον παλιόκαιρο.. Σου άρεσαν οι ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα, με το τζάκι γεμάτο αναμμένα κούτσουρα και την οικογένεια γύρω-γύρω από την γωνιά να ζεσταθούν, να φτιάχνουν καμιά πυρομάδα και να λένε ιστορίες....
Νοσταλγείς τα καλοκαιρινά βράδια που η αυλή σου ήταν γεμάτη από κόσμο!
Τότε που ήταν καλοσκουπισμένη και γεμάτη ασβεστωμένους ντενεκέδες, με βασιλικούς, μαντζουράνες, τζίνια, γαριφαλιές και ένα σωρό άλλα πανέμορφα λουλούδια που μοσχοβολούσαν......
Αν και το νερό το κουβαλούσαν από μακρυά, πάντα ποτισμένα τα λουλούδια σου, το ίδιο και οι τριανταφυλλιές σου, το κλήμα με τα υπέροχα αητονύχια σκαρφαλωμένο πάνω στο πουρνάρι......
Μόλις άρχιζαν να κοκκινίζουν λιγάκι οι ρώγες, τα πιτσιρίκια τις κόβανε αδιαφορώντας για τις φωνές των μεγάλων. Ωραίες εποχές, αλλά.....................................................................
Οι γεροντότεροι πέθαναν και οι νεότεροι φύγανε για καλύτερη ζωή, τα πρώτα χρόνια ερχόντουσαν Πάσχα, καλοκαίρι, σου δίνανε λίγη χαρά, λίγη ζωή, πονούσαν τον τόπο που μεγάλωσαν, το σπίτι που γεννήθηκαν.... αλλά σιγά- σιγά οι επισκέψεις λιγόστευαν ώσπου σταμάτησαν εντελώς....
Και τώρα άδεια τα δωμάτιά σου, γέμισαν αράχνες και σκόνη, κλειστά τα πορτοπαράθυρά σου.... χορτάριασε η αυλή σου, πάνω στο πουρνάρι το μισοξεραμένο κλήμα με μερικά μισοφαγωμένα από τα πουλιά τσαμπιά , σκουριάσανε οι ντενεκέδες με τα λουλούδια και οι τριανταφυλλιές ξεράθηκαν, ψυχή δεν περνάει σκέτη ερημιά...
Νιώθω το παράπονό σου, ακούω το σιωπηλό ουρλιαχτό σου, τον βαθύ αναστεναγμό σου, βλέπω τα αόρατα δάκρυά σου......έρχομαι στην θέση σου, αν μπορούσες να έρθεις λίγο κι εσύ στην δική μου ίσως να ένιωθες καλύτερα....
Η ώρα πέρασε, είπα ένα τσιγάρο και έκανα μισό πακέτο... Φεύγοντας θα σου πω ένα μυστικό, μην σκας.... δεν ξέρω αν οι άνθρωποι είναι αχάριστοι, αν ξεχνούν εύκολα, αν επιδιώκουν πάντα το καλύτερο.... ξέρω όμως πως άψυχα και έμψυχα την ίδια τύχη έχουνε στο τέλος.... κι εμείς οι άνθρωποι κάπως έτσι καταντάμε, έρημοι και μόνοι, συντροφιά με τις αναμνήσεις μας, αυτές είναι οι μόνες που δεν μας εγκαταλείπουν ποτέ.........
Η διαφορά μας είναι ότι εσύ δεν έχεις σε ποιον να διαμαρτυρηθείς, δεν έχεις φωνή να ουρλιάξεις, δεν έχεις πόδια να φύγεις, όμως δεν έχεις και καρδιά να ματώνει, ούτε ψυχή να πονάει...
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου