Γράφειο κ. Γιώργος Αθανασιάς (Γιώργος Αθανασιάς )
Καθαρή Δευτέρα σήμερα. Η πρώτη μέρα της Μεγάλης Σαρακοστής.
Της σαρακοστής, που θα μας οδηγήσει στην Μεγάλη Εβδομάδα, στην Σταύρωση και στην Ανάσταση.
Παλιότερα, αυτή τη μέρα, τα κοριτσόπουλα τα ανύπαντρα με το χάραμα, κρατώντας μαστραπάδες και σταμνιά στα χέρια ή έχοντας στην πλάτη τους βιτσέλες και βαρέλες, πήγαιναν στου χωριού τους την πηγή ή στου μαχαλά τους τη βρύση κι έπαιρναν δροσερό κι αμίλητο νερό.
Το ’λεγαν αμίλητο νερό, γιατί από τη στιγμή που γέμιζαν το δοχείο τους στη βρύση με νερό, μέχρι να μπουν στο σπίτι τους μέσα, δεν μίλαγαν σε κανέναν.
Όποιον και να ’βρισκαν στο δρόμο τους, δεν τον καλημέριζαν. Η μέρα κύλαγε, όπως κυλούν όλες οι μέρες του χωριού. Κατά το βραδάκι, έπιαναν τη σήτα, απίθωναν το σκαφίδι, σίτιζαν το αλεύρι και ζύμωναν την αρμυρόκλουρα.
Η αρμυρόκλουρα, που ’ταν ψωμί «καθάριο», δηλαδή ψωμί σταρένιο κι είχε «όλου του κόσμου» μέσα της το αλάτι, ήταν ένας αλάνθαστος τρόπος –και μέσον –μαντέματος.
Κοντολογίς, όποιο κορίτσι λεύτερο κι όποιο παλληκάρι ανύπαντρο έτρωγε αρμυρόκλουρα αποβραδίς, τη νύχτα –στο όνειρό του μέσα –θα ’βλεπε της ζωής του τον άνθρωπο και το ταίρι, που μια ολόκληρη ζωή θα είχε στο πλευρό του.
Όμως, για να πετύχει το μάντεμα, για να γίνει στα σίγουρα το αντάμωμα, έπρεπε να τηρηθούν κάποιοι κανόνες και μάλιστα απαράβατα, κατά τρόπο εντελώς σεβαστό και ολότελα απαραβίαστο.
Κατ’ αρχάς, όπως είπαμε, το νερό, που χρησιμοποιούνταν στης κουλούρας το ζύμωμα, έπρεπε να είναι αμίλητο.
Το αλεύρι, με το οποίο έκαναν τη ζύμη της, έπρεπε να προέρχεται από τρεις Μαρίες.
Έπειτα, η κουλούρα έπρεπε να είναι εξαιρετικά αρμυρή. Έπρεπε «να μην γλωσσιάζιτι απ’ τ’ αλάτ’», όπως χαρακτηριστικά έλεγαν. Ακόμη, τα κορίτσια και τ’ αγόρια, που προσδοκούσαν να δουν το ταίρι τους μέσα απ’ της αρμυρόκλουρας το έθιμο, έμεναν όλη τη μέρα νηστικά.
Ούτε νερό δεν έπιναν.
Βέβαια και το βράδυ, μετά απ’ της αρμυρόκλουρας το φαγητό, δεν έπρεπε να πιουν νερό, γιατί, αν έπιναν νερό, χάλαγε το έθιμο κι έκλεινε του ανθρώπου, που μέσα στ’ όνειρό τους περίμεναν, η στράτα.
Μάλιστα, σε ορισμένα χωριά μας, για να ’χουν πιο σίγουρο αποτέλεσμα, το κομμάτι της αρμυρόκλουρας που τους περίσσευε, το ’βαζαν κάτω απ’ το μαξιλάρι τους.
Έτρωγαν, λοιπόν, την αρμυρόκλουρα κι έπεφταν για ύπνο, λέγοντας: «Θα φάμι τ’ν κ’λούρα απόψι κι όποιος (ή όποια) το ’χ’ να μι πάρ’, να ’ρθ’ να πάμι αντάμα να πιούμι νιρό στη βρύσ’…».
Στον ύπνο τους, λοιπόν, και μέσα στ’ όνειρό τους, έρχονταν το ταίρι τους και της ζωής τους ο σύντροφος και τους πρόσφερε… τους έδινε τον μαστραπά, την κανάτα, το ποτήρι ή το κύπελλο, να πιουν νερό να λυτρωθούν και από τη δίψα την αβάσταχτη ν’ απαλλαγούν.
Ακόμη, τα κορίτσια, που δεν ήθελαν να μπουν στης αρμυρόκλουρας την δοκιμασία, σκούπιζαν μ’ ένα καθαρό πανί τα πιάτα, «πατσιαούρι» το έλεγαν, και σαν έρχονταν το βράδυ, το ’βαζαν κάτω απ’ το μαξιλάρι τους κι έβλεπαν στα σίγουρα τον καλό τους και εξάπαντος τον μέλλοντα σύζυγό τους.
Τέλος, την Καθαρή Δευτέρα τα παιδάκια δεν έτρωγαν τίποτα το πρωί. Έμεναν νηστικά ως το μεσημέρι. Δεν έτρωγαν, για να βρίσκουν φωλιές από τσιροπούλια την άνοιξη.
ΚΑΛΗΜΕΡΑ, ΚΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ, ΚΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ ΣΕ ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΛΑΜΠΡΗ ΜΕ ΥΓΕΙΑ.
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου