Αν δεν ήξερε κανείς τον Τσίπρα και τον έβλεπε να μιλάει χαλαρός και χαμογελαστός επί μία ώρα στην τηλεόραση, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να μαντέψει τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις. Δεν θα έβλεπε έναν ανίσχυρο πρωθυπουργό, που έχει χάσει τα ερείσματά του και αναγκάζεται σε κάθε συνέντευξή του να απολογείται για τις πλάνες του.
Αντιθέτως, θα τον έβλεπε φουσκωμένο από αυτοπεποίθηση, σαν να βρισκόταν ήδη υπό την επήρεια του ίδιου του μηνύματος περί «αρχής του τέλους της περιπέτειας»· του μηνύματος που δανειζόταν με τέτοια πιστότητα την αρχαϊκή γλώσσα της σαμαρικής περιόδου ώστε να δικαιολογεί την ταξινόμησή του ως success story.
Οποιος όμως ξέρει τον Τσίπρα, ξέρει και να μην υπερερμηνεύει την τηλεοπτική του άνεση. Ξέρει να την ξεχωρίζει ως αταραξία ιδιοσυγκρασιακή, αδιάβροχη στα
πολιτικά συμφραζόμενα και πάντως άτρωτη σε μια κριτική εύκολης ηθικολογίας. Σε μια κριτική που του ζητάει, γενικώς και αορίστως, να ομολογήσει εάν αισθάνεται τύψεις που είπε ψέματα.
Αυτή την ηθικολογία ο Τσίπρας έχει μάθει πια να την αψηφά άκοπα, σχεδόν βαριεστημένα –μ’ ένα στυλ «πάλι τα ίδια;»– δείχνοντας ότι δεν έχει ακόμη αναλογιστεί την πυκνότητα του πρώτου εξαμήνου της διακυβέρνησής του. Δείχνοντας να μην υποψιάζεται ότι εκείνη η θητεία όχι μόνο δεν είναι, όπως ο ίδιος φαντάζεται, εκλογικά παραγεγραμμένη, αλλά –όσο η χρονική απόσταση θα επιτρέπει καθαρότερη θέα– θα επιστρέφει διαρκώς και θα τον στοιχειώνει με όλο το ιστορικό της βάρος.
Στη μασημένη ηθικολογία ο πρωθυπουργός απαντά με τη δική του μασημένη ηθικολογία. Επιμένει, ας πούμε, στον ισχυρισμό ότι εκείνος έθεσε τον συμβιβασμό του στην κρίση του ελληνικού λαού – σαν να είχε επιλέξει τις πρόωρες εκλογές από δημοκρατική ευαισθησία· σαν να μην είχε προηγουμένως χάσει τριάντα βουλευτές και, άρα, τη δεδηλωμένη.
Επιμένει, κυρίως, στον μόνο ισχυρισμό που μπορεί να έχει ακόμη εκλογική χρησιμότητα – που μπορεί να βρει στο ακροατήριό του θυμικό αντίκρισμα, πολύ περισσότερο από αυτά που πουλάει ως μακροοικονομικά του κατορθώματα: «Καλύτερα τους ψεύτες, παρά τους κλέφτες».
Μπορεί να μη διατυπώνεται τόσο κυνικά, αλλά αυτό είναι το μήνυμα – το απόσταγμα του ηθικού πλεονεκτήματος: Η διεκδίκηση της ηθικής ανωτερότητας της απάτης έναντι της κλοπής.
Περισσότερο και από την παραγωγή άχαρων δημοσιονομικών πλεονασμάτων, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχουν ανάγκη την παραγωγή κλεφτών. Οχι μόνο για να μείνουν ζωντανοί στον κυβερνητικό χρόνο που τους απομένει. Αλλά και για να μπορούν την επομένη των εκλογών να αναμεταστραφούν στο πεζοδρόμιο σε αντισυστημική αντιπολίτευση. Σε πρώην γελαστά και ξανά αγανακτισμένα πρόσωπα.
Μιχ. Τσιντσίνης-Καθημερινή
Αντιθέτως, θα τον έβλεπε φουσκωμένο από αυτοπεποίθηση, σαν να βρισκόταν ήδη υπό την επήρεια του ίδιου του μηνύματος περί «αρχής του τέλους της περιπέτειας»· του μηνύματος που δανειζόταν με τέτοια πιστότητα την αρχαϊκή γλώσσα της σαμαρικής περιόδου ώστε να δικαιολογεί την ταξινόμησή του ως success story.
Οποιος όμως ξέρει τον Τσίπρα, ξέρει και να μην υπερερμηνεύει την τηλεοπτική του άνεση. Ξέρει να την ξεχωρίζει ως αταραξία ιδιοσυγκρασιακή, αδιάβροχη στα
πολιτικά συμφραζόμενα και πάντως άτρωτη σε μια κριτική εύκολης ηθικολογίας. Σε μια κριτική που του ζητάει, γενικώς και αορίστως, να ομολογήσει εάν αισθάνεται τύψεις που είπε ψέματα.
Αυτή την ηθικολογία ο Τσίπρας έχει μάθει πια να την αψηφά άκοπα, σχεδόν βαριεστημένα –μ’ ένα στυλ «πάλι τα ίδια;»– δείχνοντας ότι δεν έχει ακόμη αναλογιστεί την πυκνότητα του πρώτου εξαμήνου της διακυβέρνησής του. Δείχνοντας να μην υποψιάζεται ότι εκείνη η θητεία όχι μόνο δεν είναι, όπως ο ίδιος φαντάζεται, εκλογικά παραγεγραμμένη, αλλά –όσο η χρονική απόσταση θα επιτρέπει καθαρότερη θέα– θα επιστρέφει διαρκώς και θα τον στοιχειώνει με όλο το ιστορικό της βάρος.
Στη μασημένη ηθικολογία ο πρωθυπουργός απαντά με τη δική του μασημένη ηθικολογία. Επιμένει, ας πούμε, στον ισχυρισμό ότι εκείνος έθεσε τον συμβιβασμό του στην κρίση του ελληνικού λαού – σαν να είχε επιλέξει τις πρόωρες εκλογές από δημοκρατική ευαισθησία· σαν να μην είχε προηγουμένως χάσει τριάντα βουλευτές και, άρα, τη δεδηλωμένη.
Επιμένει, κυρίως, στον μόνο ισχυρισμό που μπορεί να έχει ακόμη εκλογική χρησιμότητα – που μπορεί να βρει στο ακροατήριό του θυμικό αντίκρισμα, πολύ περισσότερο από αυτά που πουλάει ως μακροοικονομικά του κατορθώματα: «Καλύτερα τους ψεύτες, παρά τους κλέφτες».
Μπορεί να μη διατυπώνεται τόσο κυνικά, αλλά αυτό είναι το μήνυμα – το απόσταγμα του ηθικού πλεονεκτήματος: Η διεκδίκηση της ηθικής ανωτερότητας της απάτης έναντι της κλοπής.
Περισσότερο και από την παραγωγή άχαρων δημοσιονομικών πλεονασμάτων, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχουν ανάγκη την παραγωγή κλεφτών. Οχι μόνο για να μείνουν ζωντανοί στον κυβερνητικό χρόνο που τους απομένει. Αλλά και για να μπορούν την επομένη των εκλογών να αναμεταστραφούν στο πεζοδρόμιο σε αντισυστημική αντιπολίτευση. Σε πρώην γελαστά και ξανά αγανακτισμένα πρόσωπα.
Μιχ. Τσιντσίνης-Καθημερινή
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου