1. Ξεκίνησε ο Γιάννης να πάει στο χωράφι του. Πήρε τα εργαλεία του, τα φαγητά του και χαιρέτησε τη γυναίκα του λέγοντας της: Πηγαίνω στο χωράφι να δουλέψω.
Πες, αν θέλει ο Θεός, του λέει αυτή.
Γυναίκα πάω στο χωράφι, θέλει δεν θέλει ο Θεός, λέει αυτός με τη συνήθη έπαρση όσων δεν κατάλαβαν σχεδόν τίποτα, από τους μυστικούς δρόμους της ζωής.
Στο δρόμο έπιασε ξαφνική νεροποντή.
Το ποτάμι που έπρεπε να περάσει ο Γιάννης για να πάει στο χωράφι του, πλημμύρισε. Το νερό τον παρέσυρε και θα πνιγόταν, αν δεν βρισκόταν ένα δένδρο να πιαστεί μέχρι να περάσει η καταιγίδα. Βρεγμένος, κουρασμένος, απογοητευμένος, φτάνει μετά από πολλές ώρες σπίτι του και χτυπά την πόρτα.
Ποιός είναι ρωτά από μέσα η γυναίκα του;
Και ακούει μια αδύνατη φωνή να λέει: Ο Γιάννης, αν θέλει ο Θεός!
2. 'Ένας άλλος Γιάννης (δεν έχω κάτι με το συγκεκριμένο όνομα, μην παρεξηγηθούν οι απανταχού της γης Γιάννηδες), ζούσε στο χωριό του και ήταν πάντα ατημέλητος. Ποτέ του δεν φορούσε καλά και καθαρά ρούχα και γενικώς η καθαριότητα δεν ήταν το καλλίτερο του.
Του λέγαν οι χωριανοί του: Γιάννη γιατί δεν φροντίζεις τον εαυτό σου, γιατί δεν βάζεις καθαρά και ωραία ρούχα;
Έχεις τον τρόπο να είσαι ωραίος. Απαντούσε ο Γιάννης:Εδώ στο χωριό με ξέρετε όλοι.
Είμαι ο Γιάννης. Είτε καλά ρούχα βάλω είτε παλιά δεν θα αλλάξει κάτι.
Μια μέρα ο Γιάννης ξεκίνησε να πάει στη πόλη. Πάλι με τα ίδια ρούχα.
Του λένε οι χωριανοί: Εντάξει εδώ σε ξέρουμε, αλλά στην πόλη γιατί πας με τα ίδια ρούχα;
Λέει ο Γιάννης: Εκεί δεν με ξέρουνε. Είτε με αυτά τα ρούχα πάω, είτε με άλλα το ίδιο κάνει.
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου