Πώς να τ’ αντέξει ο λογισμός, χωρίς να μαρτυρήσω;
Το γιο μου πάνω στο Σταυρό βλέπω, όπου γυρίσω.
Στο Λυτρωτή το βλέμμα μου στρέφω, μήπως προφθάσω
τις ύαινες και τα σκυλιά με μένα να χορτάσω.
Το σκύμνο μου, σαν λέαινα, με δόντια και με νύχια,
να τους αρπάξω θα 'θελα απ' της ψυχής τα μύχια.
Αλαφιασμένη κίνησα, να βρω τα μονοπάτια
τα δύσβατα κι ανήλιαγα, στου Άδη τα παλάτια.
Πέφτω στα πόδια, προσκυνώ, εμένα ν' αγαπήσει
η ρομφαία του Αρχάγγελου, το σπλάχνο μου ν' αφήσει.
Τι να την κάνω τη ζωή, παιδί μου, δίχως άνθη;
Της άνοιξης το λούλουδο και ο καρπός μαράνθη.
Έδυσες άστρο λαμπερό, που
φώτιζες την πλάση,
αηδόνι μου γλυκόλαλο, για πάντα έχεις σωπάσει.
Λιγοθυμώ, μα που νερό; Σταγόνες από αίμα
μού δίνουνε να δροσιστώ. Μακάρι να 'ταν ψέμα
η μάστιγα, κι αν την πλευρά σου κέντησαν με λόγχη,
στα όνειρά τους να ζητούν του Παραδείσου κόγχη.
Σκόνη κι ιδρώτα σ' έλουσαν, μα διόλου δε με νοιάζει,
το ξύδι που σε πότισαν δικό μου είναι μαράζι.
Η αντοχή μου στέρεψε έτσι να σ' αντικρίζω,
κι όταν το συλλογίζομαι, τα στήθη μου ξεσκίζω.
Αχ, να μπορούσα, γιόκα μου, και ν' άρμεγα τον πόνο,
την πίκρα που ξεχείλισε, ριγώ, που βλέπω μόνο.
Τι θα 'δινα, τα χείλη σου λίγο να ξεδιψάσω,
που τρέμουν με παράπονο, σφιχτά να σ' αγκαλιάσω;
Ροδόσταμο, βασιλικού μόσχο, για ν' ανασάνεις,
να πλύνω τις λαβωματιές, σου φέρνω, και να 'γιάνεις.
Καθώς τα κρινοδάχτυλα το σώμα σου θα ραίνουν,
κρυφά θα βγάλω τα καρφιά και όσ' αγκάθια μένουν.
Με άσπρα ροδοπέταλα την όψη θα στολίσω,
και γάλα απ' τον κόρφο μου, ξανά, θα σε ποτίσω,
’τί έχεις ταξίδι μακρινό κι ανηφοριά στο δρόμο,
κουράγιο, με τη σκέψη μου θα σου βαστώ τον ώμο.
Μη μ' απαρνιέσαι, αγόρι μου μονάκριβο, στα ξένα,
αν βουληθώ, στ' ορκίζομαι, θ' ακολουθήσω εσένα.
Να μην ξεχάσεις να μου πεις με το στερνό αντίο,
αν μ' αγαπάς, όπως κι εγώ μοιράζομαι στα δύο.
Σπαράζουν, μ' αναφιλητά οδύνης, φυλλοκάρδια,
μισεύεις, και ως το πουρνό θάν' η ψυχή μου άδεια.
Τα σύγνεφα βουρκώσανε και συνοδειά μου κλαίνε,
με σιγανό-ψιχάλισμα τα μοιρολόγια λένε.
Καθώς ρανίδες πέφτουνε, αργά, πάνω στο χώμα,
κρίνα ο τόπος γέμισε με λυπημένο χρώμα.
Σβήνει ο ήλιος ξαφνικά, το τέλος σου ζυγώνει,
χορό θανάτου έσυρες, στου Γολγοθά τ' αλώνι.
Άνοιξε ο ουρανός στα δυο, βροντά κι αστράφτει γύρω,
μα στις πληγές σου άρχισε και αναβλύζει μύρο.
Παρήγγειλα και μου 'στειλε, το μυρωμένο αγέρι,
μαντάτο για του Χάροντα το φοβερό λημέρι.
Με τ' αγγελούδια συντροφιά, προλάβαμε το χρόνο,
και θα σε δούμε Βασιλιά, σε δοξασμένο θρόνο.
Στου κάτω κόσμου τα σκαλιά η ελπίδα περιμένει,
της σωτηρίας, άσβεστη, στα σωθικά κρυμμένη.
Το φως απ' τον Αχέροντα, σαν μια μεγάλη λάμψη,
θα φέρει την Ανάσταση κι ανέσπερο θ' ανάψει.
Νίκος Μπατσικανής
Α΄ Βραβείο Πανελλήνιου Διαγωνισμού Ποίησης
Το γιο μου πάνω στο Σταυρό βλέπω, όπου γυρίσω.
Στο Λυτρωτή το βλέμμα μου στρέφω, μήπως προφθάσω
τις ύαινες και τα σκυλιά με μένα να χορτάσω.
Το σκύμνο μου, σαν λέαινα, με δόντια και με νύχια,
να τους αρπάξω θα 'θελα απ' της ψυχής τα μύχια.
Αλαφιασμένη κίνησα, να βρω τα μονοπάτια
τα δύσβατα κι ανήλιαγα, στου Άδη τα παλάτια.
Πέφτω στα πόδια, προσκυνώ, εμένα ν' αγαπήσει
η ρομφαία του Αρχάγγελου, το σπλάχνο μου ν' αφήσει.
Τι να την κάνω τη ζωή, παιδί μου, δίχως άνθη;
Της άνοιξης το λούλουδο και ο καρπός μαράνθη.
Έδυσες άστρο λαμπερό, που
φώτιζες την πλάση,
αηδόνι μου γλυκόλαλο, για πάντα έχεις σωπάσει.
Λιγοθυμώ, μα που νερό; Σταγόνες από αίμα
μού δίνουνε να δροσιστώ. Μακάρι να 'ταν ψέμα
η μάστιγα, κι αν την πλευρά σου κέντησαν με λόγχη,
στα όνειρά τους να ζητούν του Παραδείσου κόγχη.
Σκόνη κι ιδρώτα σ' έλουσαν, μα διόλου δε με νοιάζει,
το ξύδι που σε πότισαν δικό μου είναι μαράζι.
Η αντοχή μου στέρεψε έτσι να σ' αντικρίζω,
κι όταν το συλλογίζομαι, τα στήθη μου ξεσκίζω.
Αχ, να μπορούσα, γιόκα μου, και ν' άρμεγα τον πόνο,
την πίκρα που ξεχείλισε, ριγώ, που βλέπω μόνο.
Τι θα 'δινα, τα χείλη σου λίγο να ξεδιψάσω,
που τρέμουν με παράπονο, σφιχτά να σ' αγκαλιάσω;
Ροδόσταμο, βασιλικού μόσχο, για ν' ανασάνεις,
να πλύνω τις λαβωματιές, σου φέρνω, και να 'γιάνεις.
Καθώς τα κρινοδάχτυλα το σώμα σου θα ραίνουν,
κρυφά θα βγάλω τα καρφιά και όσ' αγκάθια μένουν.
Με άσπρα ροδοπέταλα την όψη θα στολίσω,
και γάλα απ' τον κόρφο μου, ξανά, θα σε ποτίσω,
’τί έχεις ταξίδι μακρινό κι ανηφοριά στο δρόμο,
κουράγιο, με τη σκέψη μου θα σου βαστώ τον ώμο.
Μη μ' απαρνιέσαι, αγόρι μου μονάκριβο, στα ξένα,
αν βουληθώ, στ' ορκίζομαι, θ' ακολουθήσω εσένα.
Να μην ξεχάσεις να μου πεις με το στερνό αντίο,
αν μ' αγαπάς, όπως κι εγώ μοιράζομαι στα δύο.
Σπαράζουν, μ' αναφιλητά οδύνης, φυλλοκάρδια,
μισεύεις, και ως το πουρνό θάν' η ψυχή μου άδεια.
Τα σύγνεφα βουρκώσανε και συνοδειά μου κλαίνε,
με σιγανό-ψιχάλισμα τα μοιρολόγια λένε.
Καθώς ρανίδες πέφτουνε, αργά, πάνω στο χώμα,
κρίνα ο τόπος γέμισε με λυπημένο χρώμα.
Σβήνει ο ήλιος ξαφνικά, το τέλος σου ζυγώνει,
χορό θανάτου έσυρες, στου Γολγοθά τ' αλώνι.
Άνοιξε ο ουρανός στα δυο, βροντά κι αστράφτει γύρω,
μα στις πληγές σου άρχισε και αναβλύζει μύρο.
Παρήγγειλα και μου 'στειλε, το μυρωμένο αγέρι,
μαντάτο για του Χάροντα το φοβερό λημέρι.
Με τ' αγγελούδια συντροφιά, προλάβαμε το χρόνο,
και θα σε δούμε Βασιλιά, σε δοξασμένο θρόνο.
Στου κάτω κόσμου τα σκαλιά η ελπίδα περιμένει,
της σωτηρίας, άσβεστη, στα σωθικά κρυμμένη.
Το φως απ' τον Αχέροντα, σαν μια μεγάλη λάμψη,
θα φέρει την Ανάσταση κι ανέσπερο θ' ανάψει.
Νίκος Μπατσικανής
Α΄ Βραβείο Πανελλήνιου Διαγωνισμού Ποίησης
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου