Γράφει ο κ. Κωνσταντίνος Χαραμής ( Κωνσταντίνος Χαραμής )
Το παπούτσι κλωθογύριζε στο βίραγγα* πριν τα θέμελα του γεφυριού του Μανώλη.
Το παπούτσι κλωθογύριζε στο βίραγγα* πριν τα θέμελα του γεφυριού του Μανώλη.
Ο κατεβασμένος Αγραφιώτης , μετά την ανοιξιάτικη καταιγίδα στ΄ Αγραφοχώρια, έφερνε θολούρα , κούτσουρα, λιθάρια, ριζιμιά κι ό,τι βάνει ο νους σου.
Ο Αντρείας μ΄έναν πάλιουρα το ξέσυρε απ΄το ποτάμι και το ΄πιασε.
Σε καλή κατάσταση.
Λαστιχένιο, αθάνατο. Επώνυμο κιόλας (Αλυσίδα Ελβιέλα).
Δεν ήταν βέβαια τόσο αισιόδοξος να περιμένει να περάσει το ταίρι του. Δε βαριέσαι, σου λέει ,ας είναι κι ένα.
Το ξέπλυνε απ΄ τη μούτιλη** και το φόρεσε, πρέπει να ΄τανε το νούμερό του.
Είχε ξεχάσει και τι νούμερο φοράει…
Το πήρε παραμάσκαλα για να στραγγίσει και τράβηξε τον ανήφορο ξυπόλητος όπως πάντα, για τα Κοψέικα –τον Τεταρνιώτικο μαχαλά - που ΄χε το κονάκι του.
Πέρασε απ΄ το μικρό καφενεδάκι.
Εκεί του είπαν ότι ήρθε ο «ζουέμπουρας» να πάρει τ΄ αρνιά κι αν ήθελε να δώσει τα πεντέξι που είχε όλα κι όλα , να τον περιμένει.
Έρχονταν κάθε χρόνο τέτοιαν εποχή – πλησίαζε το Πάσχα- και τους τα ΄παιρνε τα αρνοκάτσικα όσο όσο, μιας και τους έβρισκε στην ανάγκη, νηστικούς και ξαλεύρωτους.
Μόλις τον πήρε το μάτι του απ' το παραθυράκι του καφενείου ότι έρχεται, φοράει το παπούτσι, βάνει την πατούσα – την ξυπόλητη- στο κάθισμα της καρέκλας και κάθεται πάνω της.
Οι άλλοι σηκωθήκανε να χαιρετήσουνε τον ξένο.
Ο Αντρείας ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει, παρά μόνον του ΄πε δυνατά με φωνή γεμάτη προσταγή – σαν να ΄παιρνε εκδίκηση για αδικίες χρόνων πολλών - κουνώντας πάνω κάτω το ποδάρι το ποδεμένο :
- Φέτου α τα πληρώεις τ΄αρνιά ,πατριώτ΄ ! Εν είμαστι ξυπόλτ΄.. .
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΡΑΜΗΣ
*βίραγγας : νερό σε περιδίνηση , ρουφήχτρα.
** μούτιλη : λάσπη από ψιλό χώμα, ιλύς .
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου