Ο Μάθιου Νίμιτς ασχολείται με το «Μακεδονικό» περίπου όσα χρόνια υπάρχει το «Μακεδονικό».
Είναι δε αρκετά έμπειρος ώστε να κατανοεί πώς μπορεί να ακουστεί μια δήλωση.
Γι’ αυτό και ξέρει να διαλέγει προσεκτικά τις κουβέντες του.
Άλλωστε, το βασικό που διαπραγματεύεται είναι ακριβώς η προσπάθεια να βρεθούν οι κατάλληλες «λέξεις» που θα κατορθώσουν να φέρουν την Ελλάδα και την ΠΓΔΜ σε μια συμφωνία.
Σε αυτό το φόντο, η έκκλησή του στους πολίτες της γειτονικής χώρας να υπερψηφίσουν τη συμφωνία γιατί εάν δεν το κάνουν, θα περάσουν άλλα 25 χρόνια για να υπάρξει νέα ευκαιρία, μόνο τυχαία δεν ήταν.
Τα 25 χρόνια παρέπεμπαν στο χρόνο που
πέρασαν από όταν ουσιαστικά για πρώτη φορά τέθηκε το θέμα να αναζητηθεί λύση κοινής αποδοχής.
Παραπέμπουν, όμως, και σε μια εκτίμηση ότι το τωρινό «παράθυρο ευκαιρίας» για να επιλυθεί το θέμα είναι περιορισμένο.
Πρώτα από όλα, ο κ. Νίμιτς περίπου είπε ότι οι τωρινές κυβερνήσεις δεν είναι βέβαιο ότι θα μακροημερεύσουν (αλήθεια από πού το συνάγει;) και κατά συνέπεια καλό είναι να μην πάει χαμένη η ευκαιρία.
Έπειτα, εμμέσως πλην σαφώς τόνισε ότι αυτοί που θα έρθουν μετά από αυτούς αναγκαστικά θα έχουν συγκροτήσει την πολιτική τους πάνω στην αντίθεση προς τη συμφωνία και άρα για αρκετό καιρό θα συντηρηθεί ένα αρνητικό κλίμα.
Τέλος, είναι σαφές ότι πίσω από τη δήλωση κρύβεται και μια ανησυχία ότι εάν χαθεί τώρα η ευκαιρία, θα κυριαρχήσουν και πάλι αποκλίνουσες δυναμικές και η αβεβαιότητα.
Όμως, το πιο ενδιαφέρον είναι ακριβώς ότι ο κ. Νίμιτς δεν φέρεται απλώς ως ένας μεσολαβητής που προσπαθεί να φέρει πιο κοντά τα δύο μέρη.
Ο κ. Νίμιτς φέρεται ως κατεξοχήν εκπρόσωπος μιας επικυρίαρχης δύναμης που αφενός γνωρίζει εκ των προτέρων αυτά που μπορεί να συμβούν αφετέρου θα κάνει ό,τι μπορεί ώστε τα πράγματα να κινηθούν σε μια προαποφασισμένη κατεύθυνση.
Είναι και αυτό μια αναγκαία υπενθύμιση ότι τα όσα συμβαίνουν στα Βαλκάνια γενικά και στις σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΠΓΔΜ, ως ένα βαθμό μόνο αντανακλούν διεργασίες που ξεκινούν με πρωτοβουλία των δύο χωρών.
Σε μεγάλο βαθμό αντανακλούν τις προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Όπως έχει τονιστεί πολλές φορές, οι ΗΠΑ έχουν ένα μεγάλο άγχος για τα Βαλκάνια και δη το δυτικό τμήμα τους.
Θέλουν να εντάξουν την ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και να αποσπάσουν τη Σερβία από την επιρροή της Ρωσίας ώστε να αλλάξουν συνολικά τον συσχετισμό στην περιοχή.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει τη σπουδή τους να υπάρξει αλλαγή κυβέρνησης στην ΠΓΔΜ και στη συνέχεια «μυστική διπλωματία» με τις δύο πλευρές ώστε να φτάσουμε στη συμφωνία.
Ακόμη και η βασική παρενέργεια της συμφωνίας που είναι η επιδείνωση των ελληνορωσικών σχέσεων, στοιχείο που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως εξαρχής προβλέψιμο δεδομένης της αντίθεσης της Ρωσίας στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, ήταν μάλλον εξαρχής και τμήμα του αμερικανικού σχεδιασμού.
Όλα αυτά δείχνουν ότι στην πραγματικότητα καμιά μεγαλειώδη πρωτοβουλία δεν είχαμε ούτε του Κοτζιά, ούτε του Τσίπρα.
Αυτό που είχαμε ήταν μια ακόμη πράξη στην πρόσδεση αυτής της κυβέρνησης στους αμερικανικούς σχεδιασμούς, παρά την υποτίθεται αντιαμερικανική ιδεολογική της αναφορά.
Αυτό μπορεί επίσης να εξηγήσει γιατί καμιά προετοιμασία δεν είχαμε της κοινής γνώμης και κανένα έγκαιρο άνοιγμα της συζήτησης, παρά μόνο την ξαφνική ανακοίνωση μιας διαδικασίας που είχε ήδη προχωρήσει.
Και ήταν αυτός ο τρόπος και αυτή η βιασύνη που τελικά έδωσαν και ένα περιθώριο σε κάθε λογής απόψεις να διεκδικήσουν χώρο και να μας ξαναγυρίσουν σε εποχές εθνικιστικής τύφλωσης, με κίνδυνο η λύση ενός προβλήματος –που ήταν ώριμη και αναγκαία– να μείνει στη συλλογική μνήμη ως ανεπίτρεπτη υποχώρηση και ενδοτισμός.
Όμως, το χειρότερο είναι άλλο. Είναι αυτή η διαρκής αίσθηση μιας κυβέρνησης που δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να υπακούει στις απαιτήσεις του ξένου παράγοντα, είτε πρόκειται για τους Ευρωπαίους, είτε πρόκειται για τις ΗΠΑ, και που είναι διαρκώς έτοιμη να κάνει την οποιαδήποτε συναλλαγή, αρκεί το αντάλλαγμα να είναι η παράταση της παραμονής της στην εξουσία.
Ιδίως όταν μιλάμε για μια κυβέρνηση υποτίθεται της αριστεράς, δηλαδή υποτίθεται της παράταξης που κατεξοχήν διεκδίκησε να μπορούμε να αποφασίζουμε ως χώρα χωρίς ξένες παρεμβάσεις.
Γιατί λίγα πράγματα είναι πιο εξευτελιστικά για την ιστορία και τις ιδέες της αριστεράς, από την εικόνα ενός βετεράνου αμερικανού διπλωμάτη και διαπραγματευτή να γνωρίζει καλύτερα τα πολιτικά «μελλούμενα» από τους πολίτες της ίδιας της χώρας.
Λευτ. Χαραλαμπόπουλος-in.gr
Είναι δε αρκετά έμπειρος ώστε να κατανοεί πώς μπορεί να ακουστεί μια δήλωση.
Γι’ αυτό και ξέρει να διαλέγει προσεκτικά τις κουβέντες του.
Άλλωστε, το βασικό που διαπραγματεύεται είναι ακριβώς η προσπάθεια να βρεθούν οι κατάλληλες «λέξεις» που θα κατορθώσουν να φέρουν την Ελλάδα και την ΠΓΔΜ σε μια συμφωνία.
Σε αυτό το φόντο, η έκκλησή του στους πολίτες της γειτονικής χώρας να υπερψηφίσουν τη συμφωνία γιατί εάν δεν το κάνουν, θα περάσουν άλλα 25 χρόνια για να υπάρξει νέα ευκαιρία, μόνο τυχαία δεν ήταν.
Τα 25 χρόνια παρέπεμπαν στο χρόνο που
πέρασαν από όταν ουσιαστικά για πρώτη φορά τέθηκε το θέμα να αναζητηθεί λύση κοινής αποδοχής.
Παραπέμπουν, όμως, και σε μια εκτίμηση ότι το τωρινό «παράθυρο ευκαιρίας» για να επιλυθεί το θέμα είναι περιορισμένο.
Πρώτα από όλα, ο κ. Νίμιτς περίπου είπε ότι οι τωρινές κυβερνήσεις δεν είναι βέβαιο ότι θα μακροημερεύσουν (αλήθεια από πού το συνάγει;) και κατά συνέπεια καλό είναι να μην πάει χαμένη η ευκαιρία.
Έπειτα, εμμέσως πλην σαφώς τόνισε ότι αυτοί που θα έρθουν μετά από αυτούς αναγκαστικά θα έχουν συγκροτήσει την πολιτική τους πάνω στην αντίθεση προς τη συμφωνία και άρα για αρκετό καιρό θα συντηρηθεί ένα αρνητικό κλίμα.
Τέλος, είναι σαφές ότι πίσω από τη δήλωση κρύβεται και μια ανησυχία ότι εάν χαθεί τώρα η ευκαιρία, θα κυριαρχήσουν και πάλι αποκλίνουσες δυναμικές και η αβεβαιότητα.
Όμως, το πιο ενδιαφέρον είναι ακριβώς ότι ο κ. Νίμιτς δεν φέρεται απλώς ως ένας μεσολαβητής που προσπαθεί να φέρει πιο κοντά τα δύο μέρη.
Ο κ. Νίμιτς φέρεται ως κατεξοχήν εκπρόσωπος μιας επικυρίαρχης δύναμης που αφενός γνωρίζει εκ των προτέρων αυτά που μπορεί να συμβούν αφετέρου θα κάνει ό,τι μπορεί ώστε τα πράγματα να κινηθούν σε μια προαποφασισμένη κατεύθυνση.
Είναι και αυτό μια αναγκαία υπενθύμιση ότι τα όσα συμβαίνουν στα Βαλκάνια γενικά και στις σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΠΓΔΜ, ως ένα βαθμό μόνο αντανακλούν διεργασίες που ξεκινούν με πρωτοβουλία των δύο χωρών.
Σε μεγάλο βαθμό αντανακλούν τις προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Όπως έχει τονιστεί πολλές φορές, οι ΗΠΑ έχουν ένα μεγάλο άγχος για τα Βαλκάνια και δη το δυτικό τμήμα τους.
Θέλουν να εντάξουν την ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και να αποσπάσουν τη Σερβία από την επιρροή της Ρωσίας ώστε να αλλάξουν συνολικά τον συσχετισμό στην περιοχή.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει τη σπουδή τους να υπάρξει αλλαγή κυβέρνησης στην ΠΓΔΜ και στη συνέχεια «μυστική διπλωματία» με τις δύο πλευρές ώστε να φτάσουμε στη συμφωνία.
Ακόμη και η βασική παρενέργεια της συμφωνίας που είναι η επιδείνωση των ελληνορωσικών σχέσεων, στοιχείο που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως εξαρχής προβλέψιμο δεδομένης της αντίθεσης της Ρωσίας στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, ήταν μάλλον εξαρχής και τμήμα του αμερικανικού σχεδιασμού.
Όλα αυτά δείχνουν ότι στην πραγματικότητα καμιά μεγαλειώδη πρωτοβουλία δεν είχαμε ούτε του Κοτζιά, ούτε του Τσίπρα.
Αυτό που είχαμε ήταν μια ακόμη πράξη στην πρόσδεση αυτής της κυβέρνησης στους αμερικανικούς σχεδιασμούς, παρά την υποτίθεται αντιαμερικανική ιδεολογική της αναφορά.
Αυτό μπορεί επίσης να εξηγήσει γιατί καμιά προετοιμασία δεν είχαμε της κοινής γνώμης και κανένα έγκαιρο άνοιγμα της συζήτησης, παρά μόνο την ξαφνική ανακοίνωση μιας διαδικασίας που είχε ήδη προχωρήσει.
Και ήταν αυτός ο τρόπος και αυτή η βιασύνη που τελικά έδωσαν και ένα περιθώριο σε κάθε λογής απόψεις να διεκδικήσουν χώρο και να μας ξαναγυρίσουν σε εποχές εθνικιστικής τύφλωσης, με κίνδυνο η λύση ενός προβλήματος –που ήταν ώριμη και αναγκαία– να μείνει στη συλλογική μνήμη ως ανεπίτρεπτη υποχώρηση και ενδοτισμός.
Όμως, το χειρότερο είναι άλλο. Είναι αυτή η διαρκής αίσθηση μιας κυβέρνησης που δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να υπακούει στις απαιτήσεις του ξένου παράγοντα, είτε πρόκειται για τους Ευρωπαίους, είτε πρόκειται για τις ΗΠΑ, και που είναι διαρκώς έτοιμη να κάνει την οποιαδήποτε συναλλαγή, αρκεί το αντάλλαγμα να είναι η παράταση της παραμονής της στην εξουσία.
Ιδίως όταν μιλάμε για μια κυβέρνηση υποτίθεται της αριστεράς, δηλαδή υποτίθεται της παράταξης που κατεξοχήν διεκδίκησε να μπορούμε να αποφασίζουμε ως χώρα χωρίς ξένες παρεμβάσεις.
Γιατί λίγα πράγματα είναι πιο εξευτελιστικά για την ιστορία και τις ιδέες της αριστεράς, από την εικόνα ενός βετεράνου αμερικανού διπλωμάτη και διαπραγματευτή να γνωρίζει καλύτερα τα πολιτικά «μελλούμενα» από τους πολίτες της ίδιας της χώρας.
Λευτ. Χαραλαμπόπουλος-in.gr
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου