Στο ερώτημα «αν πέφτει η κυβέρνηση» το οποίο τίθεται από πολλές πλευρές μετά τις τελευταίες εξελίξεις και την τηλεοπτική συνέντευξη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, που δεν ξεδιάλυνε τα πράγματα, η πλέον κατάλληλη απάντηση είναι μάλλον ο γνωστός αστεϊσμός, σύμφωνα με τον οποίο «όποιος σέρνεται δεν πέφτει».
Για δυσερμήνευτους με πολιτικά κριτήρια λόγους, οι οποίοι μόνον με ψυχολογικές προσεγγίσεις μπορούν να αναλυθούν, ο κ. Τσίπρας δείχνει αποφασισμένος να συρθεί ως τις κάλπες, αγνοώντας πλήρως τη ζημιά που προκαλεί στον τόπο, στο κόμμα του και, εν τέλει, στον ίδιο του εαυτό του η προσήλωση που επιδεικνύει στον στόχο της διατήρησης της εξουσίας.
Διότι αν πραγματικά είχε στοιχειώδη σεβασμό στην προσωπική του πολιτική υπόσταση και στη δημοκρατική θεσμική λειτουργία, θα ανέμενε κανείς ότι, από τη στιγμή που είναι σαφές ότι η Συμφωνία των Πρεσπών τον φέρνει αντιμέτωπο τόσο με τη λαϊκή βούληση όσο και με τον κυβερνητικό εταίρο που επέλεξε το 2015 να πορευθούν μαζί, θα προσέφευγε στις κάλπες για να αποφασίσουν οι πολίτες για το τι μέλλει γενέσθαι.
Έτσι τουλάχιστον θα έπραττε οποιοσδήποτε πραγματικός ηγέτης, ανεξαρτήτως αν προερχόταν από τη Δεξιά, το Κέντρο ή την Αριστερά. Θα κήδονταν –και λόγω ηλικίας, στην προκειμένη περίπτωση- της υστεροφημίας του και θα επιζητούσε τη λαϊκή ετυμηγορία ακόμη και αν πιθανολογούσε βάσιμα ότι θα ήταν καταδικαστική. Άλλωστε, πάντα υπάρχει η δεύτερη ευκαιρία στην πολιτική και την παίρνει όποιος δείχνει ηγετικά χαρακτηριστικά στην πρώτη.
Αντ΄ αυτού, όμως, ο κ. Τσίπρας επέλεξε να προκαλέσει τον συγκυβερνήτη του Πάνο Καμμένο, λέγοντας του από τον τηλεοπτικό αέρα ότι «θα μετρηθούμε στη Βουλή». Και τον προκάλεσε τώρα, αφού νωρίτερα με τον πιο ξεδιάντροπο τρόπο… εκμαύλισε όσα από τα στελέχη του είναι επιρρεπή στην εξουσιολαγνεία.
Ανενδοίαστα, έδειξε στο πανελλήνιο ότι είναι διατεθειμένος να φθάσει μέχρι του σημείου διαλύσει τρεις κοινοβουλευτικές ομάδες –τους ΑΝΕΛ, το Ποτάμι και την Ένωση Κεντρώων- προκειμένου να κερδίσει μερικές εβδομάδες ή λίγους επιπλέον μήνες στις καρέκλες της εξουσίας. Ποιος ξεχνά, άλλωστε, ότι όλη η υπόθεση της δήθεν «ιστορικής» συμφωνίας με τα Σκόπια ξεκίνησε ως ΣΥΡΙΖΑϊκό παίγνιο για τη αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού;
Είχε, εξάλλου, το θράσος ο κ. Τσίπρας να ισχυρίζεται –στη συνέντευξη στο «Open»- ότι «εγώ δεν κάνω συμφωνίες κάτω από το τραπέζι», λίγες μέρες αφού είχε δεχθεί στο Μαξίμου βουλευτή άλλου κόμματος ο οποίος, όλως τυχαίως, συμπορεύεται πλέον μαζί του.
Όπως και άλλοι που ενώ εξελέγησαν ως αντιπολιτευόμενοι ξαφνικά ανέβλεψαν το φως το αληθινό και θέλουν –γιατί άραγε;- να διατηρήσουν στα πράγματα μια εξουσία που από καιρό έχει απωλέσει την απήχησή της στο εκλογικό σώμα το οποίο δείχνει να αναμένει την ώρα που θα την καταδικάσει.
Και το ακόμη θρασύτερο είναι ότι ο κ. Τσίπρας, ενώ κατηγορεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος πήρε στη δική του κοινοβουλευτική ομάδα βουλευτές από άλλα κόμματα, ο ίδιος έχει διαπράξει όχι μόνον κάτι ανάλογο, αλλά και κάτι πολύ βαρύτερο: έδωσε χαρτοφυλάκιο υφυπουργού στην εκλεγμένη με την αξιωματική αντιπολίτευση Κατερίνα Παπακώστα, με την οποία δεν είχε καμία ιδεολογική συγγένεια, αφού μάλιστα οι ΣΥΡΙΖΑίοι την αποκαλούσαν «Ζαρούλια της ΝΔ».
Η αμοραλιστική κυνικότητα που απέπνεε η όλη εμφάνιση του κ. Τσίπρα στις τηλεοπτικές οθόνες, δεν μπόρεσε να κρυφτεί πίσω από αμήχανους ισχυρισμούς του τύπου «δεν έχω άγχος και αγωνία» ή «δεν είμαι ο Ιησούς που περπάτησε στη θάλασσα»!
Διότι και έκδηλο άγχος είχε και τον… θαυματοποιό προσπάθησε να παραστήσει, κυρίως όταν παραδεχόταν ως μοναδικό του λάθος ότι «δεν τα πήγα καλά στις επιλογές προσώπων». Με άλλα λόγια, οι άλλοι φταίνε. Και όπως τώρα δεν θέλει να βλέπει ούτε ζωγραφιστούς τον Γιάνη Βαρουφάκη και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, αύριο ίσως να αποκηρύξει, εκτός από τον Καμένο, και τον «Ρασπούτιν» που έστησε τη σκευωρία με τη Novartis.
Δεν αποκλείεται, μάλιστα, αν επέμενε η Έλλη Στάη να της εκμυστηρευθεί και τη μοναδική αδυναμία του χαρακτήρα του, να της έλεγε πως είναι η… μετριοφροσύνη που διακρίνει μια πολιτική διάνοια του δικού του διαμετρήματος. Εκτός, εννοείται, από την υπερβολική… φιλαλήθεια που τον διακρίνει…
Γι΄ αυτό, προφανώς, και είναι πεπεισμένος ότι δεν πρόκειται να πέσει!
Διότι αν πραγματικά είχε στοιχειώδη σεβασμό στην προσωπική του πολιτική υπόσταση και στη δημοκρατική θεσμική λειτουργία, θα ανέμενε κανείς ότι, από τη στιγμή που είναι σαφές ότι η Συμφωνία των Πρεσπών τον φέρνει αντιμέτωπο τόσο με τη λαϊκή βούληση όσο και με τον κυβερνητικό εταίρο που επέλεξε το 2015 να πορευθούν μαζί, θα προσέφευγε στις κάλπες για να αποφασίσουν οι πολίτες για το τι μέλλει γενέσθαι.
Έτσι τουλάχιστον θα έπραττε οποιοσδήποτε πραγματικός ηγέτης, ανεξαρτήτως αν προερχόταν από τη Δεξιά, το Κέντρο ή την Αριστερά. Θα κήδονταν –και λόγω ηλικίας, στην προκειμένη περίπτωση- της υστεροφημίας του και θα επιζητούσε τη λαϊκή ετυμηγορία ακόμη και αν πιθανολογούσε βάσιμα ότι θα ήταν καταδικαστική. Άλλωστε, πάντα υπάρχει η δεύτερη ευκαιρία στην πολιτική και την παίρνει όποιος δείχνει ηγετικά χαρακτηριστικά στην πρώτη.
Αντ΄ αυτού, όμως, ο κ. Τσίπρας επέλεξε να προκαλέσει τον συγκυβερνήτη του Πάνο Καμμένο, λέγοντας του από τον τηλεοπτικό αέρα ότι «θα μετρηθούμε στη Βουλή». Και τον προκάλεσε τώρα, αφού νωρίτερα με τον πιο ξεδιάντροπο τρόπο… εκμαύλισε όσα από τα στελέχη του είναι επιρρεπή στην εξουσιολαγνεία.
Ανενδοίαστα, έδειξε στο πανελλήνιο ότι είναι διατεθειμένος να φθάσει μέχρι του σημείου διαλύσει τρεις κοινοβουλευτικές ομάδες –τους ΑΝΕΛ, το Ποτάμι και την Ένωση Κεντρώων- προκειμένου να κερδίσει μερικές εβδομάδες ή λίγους επιπλέον μήνες στις καρέκλες της εξουσίας. Ποιος ξεχνά, άλλωστε, ότι όλη η υπόθεση της δήθεν «ιστορικής» συμφωνίας με τα Σκόπια ξεκίνησε ως ΣΥΡΙΖΑϊκό παίγνιο για τη αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού;
Είχε, εξάλλου, το θράσος ο κ. Τσίπρας να ισχυρίζεται –στη συνέντευξη στο «Open»- ότι «εγώ δεν κάνω συμφωνίες κάτω από το τραπέζι», λίγες μέρες αφού είχε δεχθεί στο Μαξίμου βουλευτή άλλου κόμματος ο οποίος, όλως τυχαίως, συμπορεύεται πλέον μαζί του.
Όπως και άλλοι που ενώ εξελέγησαν ως αντιπολιτευόμενοι ξαφνικά ανέβλεψαν το φως το αληθινό και θέλουν –γιατί άραγε;- να διατηρήσουν στα πράγματα μια εξουσία που από καιρό έχει απωλέσει την απήχησή της στο εκλογικό σώμα το οποίο δείχνει να αναμένει την ώρα που θα την καταδικάσει.
Και το ακόμη θρασύτερο είναι ότι ο κ. Τσίπρας, ενώ κατηγορεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος πήρε στη δική του κοινοβουλευτική ομάδα βουλευτές από άλλα κόμματα, ο ίδιος έχει διαπράξει όχι μόνον κάτι ανάλογο, αλλά και κάτι πολύ βαρύτερο: έδωσε χαρτοφυλάκιο υφυπουργού στην εκλεγμένη με την αξιωματική αντιπολίτευση Κατερίνα Παπακώστα, με την οποία δεν είχε καμία ιδεολογική συγγένεια, αφού μάλιστα οι ΣΥΡΙΖΑίοι την αποκαλούσαν «Ζαρούλια της ΝΔ».
Η αμοραλιστική κυνικότητα που απέπνεε η όλη εμφάνιση του κ. Τσίπρα στις τηλεοπτικές οθόνες, δεν μπόρεσε να κρυφτεί πίσω από αμήχανους ισχυρισμούς του τύπου «δεν έχω άγχος και αγωνία» ή «δεν είμαι ο Ιησούς που περπάτησε στη θάλασσα»!
Διότι και έκδηλο άγχος είχε και τον… θαυματοποιό προσπάθησε να παραστήσει, κυρίως όταν παραδεχόταν ως μοναδικό του λάθος ότι «δεν τα πήγα καλά στις επιλογές προσώπων». Με άλλα λόγια, οι άλλοι φταίνε. Και όπως τώρα δεν θέλει να βλέπει ούτε ζωγραφιστούς τον Γιάνη Βαρουφάκη και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, αύριο ίσως να αποκηρύξει, εκτός από τον Καμένο, και τον «Ρασπούτιν» που έστησε τη σκευωρία με τη Novartis.
Δεν αποκλείεται, μάλιστα, αν επέμενε η Έλλη Στάη να της εκμυστηρευθεί και τη μοναδική αδυναμία του χαρακτήρα του, να της έλεγε πως είναι η… μετριοφροσύνη που διακρίνει μια πολιτική διάνοια του δικού του διαμετρήματος. Εκτός, εννοείται, από την υπερβολική… φιλαλήθεια που τον διακρίνει…
Γι΄ αυτό, προφανώς, και είναι πεπεισμένος ότι δεν πρόκειται να πέσει!
Γρ. Τζιοβάρας-ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου