Αυτή είναι η μεγάλη πολιτική ελληνική αριστερά του 2018.
Σε είδα στα κόκκινα ντυμένη να γελάς, καπνίζουν τα χαλάσματα και οι νεκροί μιλούν ακόμα. Σου λένε πως ήταν μόνο μια στραβή που έτυχε στη βάρδια σου, μην πέφτεις και στα τάρταρα, δεν λέει. Μπορεί να θόλωσαν λιγάκι την εικόνα οι νεκροί, τα βοθροκάναλα θα φταίνε, αλλά είναι ο κόσμος που γρήγορα ξεχνά, θα καθαρίσει. Αν πάλι ήταν εκπαιδευμένοι να αναπνέουν τον καπνό ή έστω μέσα στο νερό, θα γλίτωναν, όλα παιδείας θέμα είναι. Γιατί το έψαξε ο κλητήρας και όσο και αν προσπάθησε δεν μπόρεσε να βρει μεγάλα λάθη και ξέρει αυτός αφού ήταν στην πόρτα και όλα περνούσαν απ’ το χέρι του. Και όλοι εν σώματι τα ίδια θα έκαναν και πάλι. Σωστά ή λάθος θα σε γελάσω και δεν θέλω. Αλλά σάμπως και στους δίδυμους τους πύργους όλα έγιναν σωστά, αναρωτιέται ο οικολόγος, και πώς ζητάμε στα σαραντατέσσερα να τα ’χει ο μικρός όλα στην πένα; Αν δεν είχες χτίσει αυθαίρετα δεν θα καιγόσουν, θελέστα και παθέστα, ας ζούσες κάπου αλλού, σε άλλη χώρα, αλλά ακόμα και σ’ αυτήν, ακόμα και καμένη σκέψου τι όμορφη που θα ’σαι στις είκοσι και μία που τα μνημόνια αφήνουμε για πάντα. Τι ώρα πετούν τα Canadair; Θα βρέξει;
Αυτή είναι η μεγάλη
πολιτική ελληνική αριστερά του 2018. Και δεν είναι η brutal, η δογματική που ακόμα κλαίει τη σταλινική Σοβιετία που έχασε για πάντα. Είναι η ανανεωτική, η αναθεωρητική, η ευρωκομμουνιστική, η ριζοσπαστική, η χαλαρή, η εναλλακτική, η ελευθεριακή που έγινε και κυβερνώσα. Αυτή που έκρυψε τον αφόρητο σταλινισμό της στην άνοιξη της Πράγας, στον Μπερλιγκουέρ και μετά στην πτώση του τείχους. Που μπαινόβγαινε σε σχήματα και ιδέες, που έκλεινε ματάκι στην πολιτική βία και την αναρχία για να φτάσει στις μέρες μας να κυβερνά αυτή τη χώρα, μαζί με ό,τι χειρότερο είχε το κέντρο και η ακροδεξιά. Μαγνήτης μόνο του κακού.
Και είναι και μια άλλη αριστερά που κρύβεται πίσω από ομπρέλες παραθερισμού, φοράει μαύρα γυαλιά και ψάθινα καπέλα και δήθεν ασχολείται με τα μπάνια και τα διαβάσματά της κοιτάζοντας με αγωνία από την κλειδαρότρυπα την πτώση και του δικού της τείχους. Ναι. Το χάρτινο τείχος που όρθωσε η πολιτική ελληνική αριστερά και κρύφτηκε πίσω του σήμερα καταρρέει. Και φαίνονται μέσα από τα χαλάσματα η έωλη ιδεολογία, η χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη, η ηθελημένη αεργία, τα αποτελέσματα του χρόνιου ιδρυματισμού. Η λατρεία της βίας, η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, η υποκρισία, ο καλοζωισμός, ο ωχαδερφισμός της. Η στόφα των ανθρώπων της. Η αδυναμία να έρθει στη θέση του άλλου, να αισθανθεί τον πόνο και την απώλεια. Να σκύψει το κεφάλι και να αγκαλιάσει.
Ποια; Αυτή η πονόψυχη, η ταγμένη στην υπηρεσία του λαού, η ορκισμένη αλτρουίστρια, η συντρέχτρα κάθε αδικημένου, η υπέρμαχος των δικαιωμάτων; Φαίνεται ότι το δικαίωμα στη ζωή είναι μπανάλ και δεν το καλύπτουν οι κώδικες του δήθεν. Τουλάχιστον το δικαίωμα να μην απανθρακώνεσαι μέρα μεσημέρι έξω από το σπίτι σου; Μήπως μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό; Το λόγο έχουν εκείνοι οι ελάχιστοι, οι ανέστιοι, οι δίκαιοι, που ακόμα μιλούν στο όνομά της, που οργίζονται, αγανακτούν και το φωνάζουν. Προς τιμήν τους, αλλά δεν το σώζουν.
Αυτό το χάρτινο τείχος, αυτή η κάψα του ηθικού πλεονεκτήματος του κόκκινου ανθρώπου που η ίδια η κοινωνία φιλοτέχνησε με επιμονή για την ελληνική αριστερά και μέσα της την έκλεισε, μόλις κατέρρευσε. Πώς δεν το νιώθουν οι ταγοί της; Πώς αφήνονται σε χάχανα και γέλια να πνιγούν και αδιαφορούν για την εικόνα; Και όμως αδιαφορούν και αυτό είναι προς τιμήν τους. Τους είναι αδύνατον να υποκριθούν. Η απέχθεια για τη δημοκρατία και την κοινωνία των πολιτών είναι πολύ πιο δυνατή από το ένστικτο της πολιτικής επιβίωσης.
Δεν θα ζητήσουν ποτέ ειλικρινά συγγνώμη, δεν θα παραδεχτούν τα εγκληματικά λάθη, δεν θα σκύψουν κεφάλι προ των θυμάτων, δεν θα υποκριθούν συναισθήματα, δεν θα βγάλουν καμιά από τις «αστικές συνήθειες» στη φόρα. Αν το ένιωθαν θα τους είχε βγει αβίαστα από την πρώτη στιγμή. Έχουν εκπαιδευτεί γι’ αυτό. Είναι το μόνο που έμαθαν τόσα χρόνια, στα μαγαζιά. Θα μείνουν παγερά παραπλανητικοί και αδιάφοροι, αμετακίνητοι στις θέσεις τους, δεν χρωστούν τίποτα και σε κανέναν, η πραγματικότητα, η ίδια η ζωή είναι αυτή που τους χρωστάει. Τόσα χρόνια αυτό περίμεναν να δείξουν.
Όσα εκφέρονται δεν είναι απότοκα βλακείας, αφέλειας, αμηχανίας. Για όνομα. Έμπειροι είναι. Δεν αιφνιδιάζονται, οι ερωτήσεις είναι απλοϊκές και τα περιβάλλοντα σχεδόν φιλικά και οικεία. Δεν είναι δηλώσεις υπό πίεση. Είναι δηλώσεις που αποπνέουν ηθελημένο κυνισμό. Δηλώσεις ιδεολογικής κυριαρχίας.
Δεν είχαν κανένα λόγο να κάνουν εκείνη την παρωδία το μοιραίο βράδυ μπροστά στις κάμερες. Όταν μάλιστα ήξεραν ότι κάτι πολύ σημαντικό κρύβουν, τους νεκρούς. Το έκαναν από έπαρση. Μπορούμε πολίτη, ψηφοφόρε, θεατή να σε φτύνουμε στα μούτρα. Μπορούμε να σου κάνουμε πλάκα. Εμφανιζόμαστε υπερβολικά αφελείς γιατί μπορούμε να το κάνουμε. Γελάμε γιατί μπορούμε να το κάνουμε. Σου κουνάμε το δάχτυλο γιατί μπορούμε να το κάνουμε. Σε χλευάζουμε γιατί μπορούμε να το κάνουμε. Γιατί είμαστε η πολιτική αριστερά και δεν ευθυνόμαστε για τίποτα απ όσα συνέβησαν, συμβαίνουν και θα συμβούν, είμαστε οι καλοί της ιστορίας, εξ ορισμού. Το άλλο είδος ανθρώπου. Μας νοιάζει μήπως τσαντιστείς μαζί μας, μη και δεν μας ξαναψηφίσεις. Το μετράμε με πόνο, αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε αλλιώς. Είναι κάτω από το πετσί μας. Γι’ αυτό μπορούμε να ρωτάμε. Τι ώρα πετούν τα Canadair; Θα βρέξει;
Λεων. Καστανάς- https://ift.tt/1jANV0o
Σε είδα στα κόκκινα ντυμένη να γελάς, καπνίζουν τα χαλάσματα και οι νεκροί μιλούν ακόμα. Σου λένε πως ήταν μόνο μια στραβή που έτυχε στη βάρδια σου, μην πέφτεις και στα τάρταρα, δεν λέει. Μπορεί να θόλωσαν λιγάκι την εικόνα οι νεκροί, τα βοθροκάναλα θα φταίνε, αλλά είναι ο κόσμος που γρήγορα ξεχνά, θα καθαρίσει. Αν πάλι ήταν εκπαιδευμένοι να αναπνέουν τον καπνό ή έστω μέσα στο νερό, θα γλίτωναν, όλα παιδείας θέμα είναι. Γιατί το έψαξε ο κλητήρας και όσο και αν προσπάθησε δεν μπόρεσε να βρει μεγάλα λάθη και ξέρει αυτός αφού ήταν στην πόρτα και όλα περνούσαν απ’ το χέρι του. Και όλοι εν σώματι τα ίδια θα έκαναν και πάλι. Σωστά ή λάθος θα σε γελάσω και δεν θέλω. Αλλά σάμπως και στους δίδυμους τους πύργους όλα έγιναν σωστά, αναρωτιέται ο οικολόγος, και πώς ζητάμε στα σαραντατέσσερα να τα ’χει ο μικρός όλα στην πένα; Αν δεν είχες χτίσει αυθαίρετα δεν θα καιγόσουν, θελέστα και παθέστα, ας ζούσες κάπου αλλού, σε άλλη χώρα, αλλά ακόμα και σ’ αυτήν, ακόμα και καμένη σκέψου τι όμορφη που θα ’σαι στις είκοσι και μία που τα μνημόνια αφήνουμε για πάντα. Τι ώρα πετούν τα Canadair; Θα βρέξει;
Αυτή είναι η μεγάλη
πολιτική ελληνική αριστερά του 2018. Και δεν είναι η brutal, η δογματική που ακόμα κλαίει τη σταλινική Σοβιετία που έχασε για πάντα. Είναι η ανανεωτική, η αναθεωρητική, η ευρωκομμουνιστική, η ριζοσπαστική, η χαλαρή, η εναλλακτική, η ελευθεριακή που έγινε και κυβερνώσα. Αυτή που έκρυψε τον αφόρητο σταλινισμό της στην άνοιξη της Πράγας, στον Μπερλιγκουέρ και μετά στην πτώση του τείχους. Που μπαινόβγαινε σε σχήματα και ιδέες, που έκλεινε ματάκι στην πολιτική βία και την αναρχία για να φτάσει στις μέρες μας να κυβερνά αυτή τη χώρα, μαζί με ό,τι χειρότερο είχε το κέντρο και η ακροδεξιά. Μαγνήτης μόνο του κακού.
Και είναι και μια άλλη αριστερά που κρύβεται πίσω από ομπρέλες παραθερισμού, φοράει μαύρα γυαλιά και ψάθινα καπέλα και δήθεν ασχολείται με τα μπάνια και τα διαβάσματά της κοιτάζοντας με αγωνία από την κλειδαρότρυπα την πτώση και του δικού της τείχους. Ναι. Το χάρτινο τείχος που όρθωσε η πολιτική ελληνική αριστερά και κρύφτηκε πίσω του σήμερα καταρρέει. Και φαίνονται μέσα από τα χαλάσματα η έωλη ιδεολογία, η χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη, η ηθελημένη αεργία, τα αποτελέσματα του χρόνιου ιδρυματισμού. Η λατρεία της βίας, η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, η υποκρισία, ο καλοζωισμός, ο ωχαδερφισμός της. Η στόφα των ανθρώπων της. Η αδυναμία να έρθει στη θέση του άλλου, να αισθανθεί τον πόνο και την απώλεια. Να σκύψει το κεφάλι και να αγκαλιάσει.
Ποια; Αυτή η πονόψυχη, η ταγμένη στην υπηρεσία του λαού, η ορκισμένη αλτρουίστρια, η συντρέχτρα κάθε αδικημένου, η υπέρμαχος των δικαιωμάτων; Φαίνεται ότι το δικαίωμα στη ζωή είναι μπανάλ και δεν το καλύπτουν οι κώδικες του δήθεν. Τουλάχιστον το δικαίωμα να μην απανθρακώνεσαι μέρα μεσημέρι έξω από το σπίτι σου; Μήπως μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό; Το λόγο έχουν εκείνοι οι ελάχιστοι, οι ανέστιοι, οι δίκαιοι, που ακόμα μιλούν στο όνομά της, που οργίζονται, αγανακτούν και το φωνάζουν. Προς τιμήν τους, αλλά δεν το σώζουν.
Αυτό το χάρτινο τείχος, αυτή η κάψα του ηθικού πλεονεκτήματος του κόκκινου ανθρώπου που η ίδια η κοινωνία φιλοτέχνησε με επιμονή για την ελληνική αριστερά και μέσα της την έκλεισε, μόλις κατέρρευσε. Πώς δεν το νιώθουν οι ταγοί της; Πώς αφήνονται σε χάχανα και γέλια να πνιγούν και αδιαφορούν για την εικόνα; Και όμως αδιαφορούν και αυτό είναι προς τιμήν τους. Τους είναι αδύνατον να υποκριθούν. Η απέχθεια για τη δημοκρατία και την κοινωνία των πολιτών είναι πολύ πιο δυνατή από το ένστικτο της πολιτικής επιβίωσης.
Δεν θα ζητήσουν ποτέ ειλικρινά συγγνώμη, δεν θα παραδεχτούν τα εγκληματικά λάθη, δεν θα σκύψουν κεφάλι προ των θυμάτων, δεν θα υποκριθούν συναισθήματα, δεν θα βγάλουν καμιά από τις «αστικές συνήθειες» στη φόρα. Αν το ένιωθαν θα τους είχε βγει αβίαστα από την πρώτη στιγμή. Έχουν εκπαιδευτεί γι’ αυτό. Είναι το μόνο που έμαθαν τόσα χρόνια, στα μαγαζιά. Θα μείνουν παγερά παραπλανητικοί και αδιάφοροι, αμετακίνητοι στις θέσεις τους, δεν χρωστούν τίποτα και σε κανέναν, η πραγματικότητα, η ίδια η ζωή είναι αυτή που τους χρωστάει. Τόσα χρόνια αυτό περίμεναν να δείξουν.
Όσα εκφέρονται δεν είναι απότοκα βλακείας, αφέλειας, αμηχανίας. Για όνομα. Έμπειροι είναι. Δεν αιφνιδιάζονται, οι ερωτήσεις είναι απλοϊκές και τα περιβάλλοντα σχεδόν φιλικά και οικεία. Δεν είναι δηλώσεις υπό πίεση. Είναι δηλώσεις που αποπνέουν ηθελημένο κυνισμό. Δηλώσεις ιδεολογικής κυριαρχίας.
Δεν είχαν κανένα λόγο να κάνουν εκείνη την παρωδία το μοιραίο βράδυ μπροστά στις κάμερες. Όταν μάλιστα ήξεραν ότι κάτι πολύ σημαντικό κρύβουν, τους νεκρούς. Το έκαναν από έπαρση. Μπορούμε πολίτη, ψηφοφόρε, θεατή να σε φτύνουμε στα μούτρα. Μπορούμε να σου κάνουμε πλάκα. Εμφανιζόμαστε υπερβολικά αφελείς γιατί μπορούμε να το κάνουμε. Γελάμε γιατί μπορούμε να το κάνουμε. Σου κουνάμε το δάχτυλο γιατί μπορούμε να το κάνουμε. Σε χλευάζουμε γιατί μπορούμε να το κάνουμε. Γιατί είμαστε η πολιτική αριστερά και δεν ευθυνόμαστε για τίποτα απ όσα συνέβησαν, συμβαίνουν και θα συμβούν, είμαστε οι καλοί της ιστορίας, εξ ορισμού. Το άλλο είδος ανθρώπου. Μας νοιάζει μήπως τσαντιστείς μαζί μας, μη και δεν μας ξαναψηφίσεις. Το μετράμε με πόνο, αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε αλλιώς. Είναι κάτω από το πετσί μας. Γι’ αυτό μπορούμε να ρωτάμε. Τι ώρα πετούν τα Canadair; Θα βρέξει;
Λεων. Καστανάς- https://ift.tt/1jANV0o
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου